- αντηρετης
- ἀντηρέτηςἀντ-ηρέτης-ου ὅ досл. гребущий в обратном направлении, перен. противник
(τινί Aesch.)
δορός τινι ἀ. Aesch. — сражающийся против кого-л. с копьем в руке
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τινί Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αντηρέτης — ἀντηρέτης, ο (Α) [ερέτης] 1.αυτός που κωπηλατεί καθισμένος απέναντι από κάποιον άλλο 2.ο αντίπαλος, ο εχθρός … Dictionary of Greek
ἀντηρέτης — one who rows against masc nom sg ἀ̱ντηρέτης , ἀντηρετέω row against imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀντηρετέω row against imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντηρέται — ἀντηρέτης one who rows against masc nom/voc pl ἀντηρέτᾱͅ , ἀντηρέτης one who rows against masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντηρέτας — ἀντηρέτᾱς , ἀντηρέτης one who rows against masc acc pl ἀντηρέτᾱς , ἀντηρέτης one who rows against masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)